ανακούμπι

ανακούμπι
το
το αποκούμπι*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. αν-ακουμπώ (υποχωρητ.), κατά το σχήμα κυνηγώ - κυνήγι (πρβλ. αποκούμπι - απ-ακουμπώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποκούμπι — κ. ανακούμπι, το 1. το μέρος ή το σημείο όπου μπορεί κανείς ν ακουμπήσει, να στηριχθεί 2. (για πρόσωπα) καταφύγιο, προστασία 3. (για κτήμα, χρήματα κ.λπ.) ενίσχυση, εξασφάλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκουμπώ, υποχωρητικά κατά το σχήμα κυνηγώ κυνήγι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”